Ένα αλητάκι στους δρόμους της Μανίλα, μια κοπέλα σε ένα παρισινό καφέ, ακόμη και ένας ιερέας Trappist στη μελέτη του – όλοι πιάστηκαν «επ ‘αυτοφώρω» από τον André Kertész, να είναι εντελώς απορροφημένοι στην πράξη της ανάγνωσης. Ο Kertész, αυτός ο μεγάλος δάσκαλος της φωτογραφίας, είδε την ένταση στις εικόνες λαϊκών ανθρώπων να απορροφώνται από ένα καλό βιβλίο, μια εφημερίδα ή την αλληλογραφία τους.
Είδε τη δύναμη του παράδοξου, όταν ακόμα και στους πιο πολυσύχναστους δημόσιους χώρους μπορεί κανείς να απολαύσει μια τέτοια μοναχική, ιδιωτική δραστηριότητα, και τράβηξε μερικούς από τους πάνω από 200 «αναγνώστες» του σε ολόκληρη την καριέρα του.
Όπως αποδεικνύετε και στο «On Reading» ο Kertész , δεν προσπάθησε ποτέ να κάνει κοινωνικο-πολιτικό σχόλιο, η ματιά του όμως ήταν, από την αρχή μέχρι το τέλος, βαθιά ανθρωπιστική και όπως έλεγε πάντα «Δεν βλέπετε τους ανθρώπους που φωτογραφίζουν, μπορείτε όμως να τους νοιώσετε και να τους αισθανθείτε» εννοώντας τι αισθάνονται την ώρα της φωτογράφησης και εμμέσως ποιος είναι ο λόγος που του έσπρωξε να τραβήξουν την συγκεκριμένη φωτογραφία.
Ήταν λάτρης των «αναγνωστών», επειδή αισθάνθηκε ότι αυτό που αναδείκνυαν ήταν μια «καθολική απόλαυση» που ξεπερνά τη φυλή, την τάξη, το φύλο και την ηλικία. Όμως ο Kertész δεν μένει εκεί, σε ένα δεύτερο επίπεδο μας αναγκάζει να προβληματισθούμε και να φιλοσοφήσουμε. Η δυνατότητα να διαβάζεις, η επιλογή του τι διαβάζεις, αν μπορείς να διαβάζεις δεν είναι άμοιρα, έχουν άμεση σχέση με τη φυλή, την τάξη, το φύλο την ηλικία, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση σου και αυτό πρέπει να σε προβληματίσει και να καθορίσει στο τέλος − τέλος το «βλέμμα» σου δηλαδή πως αντιλαμβάνεσαι τη ζωή και την κοινωνία στην οποία ζεις.
Να γιατί, κατά τη γνώμη μου κάθε φωτογραφία του Kertész, μα κάθε φωτογραφία είναι ικανή να αποτελέσει ξεχωριστό μάθημα Φωτογραφίας.