«Arnold Abner Newman»
Οι φωτογραφίες δεν γίνονται από τις κάμερες, οι οποίες είναι μόνο εργαλεία.Τις φωτογραφίες τις κάνουμε εμείς με το νου μας και την καρδιά μας. Η φωτογραφία θέλει να αναζητάτε διαρκώς και να έχετε ανοικτό το μυαλό σας.
Η Φωτογραφία, δεν είναι καθόλου πραγματικότητα. Είναι μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, με την οποία θα δημιουργήσουμε το δικό μας «ιδιωτικό» κόσμο
Ο Arnold Abner Newman (3/3/1918 – 6/6/2006) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και διέπρεψε ως φωτογράφος στα φυσικά πορτρέτα διάσημων προσωπικοτήτων, καλλιτεχνών και πολιτικών!
Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι όπου σπούδασε ζωγραφική και επηρεάστηκε από τον μοντερνισμό. Μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια όπου είχε την πρώτη του επαφή με τη φωτογραφία δουλεύοντας σε ένα στούντιο.
Το 1942 επιστρέφει στη Φλόριντα και 3 χρόνια αργότερα ανοίγει τη δική του επιχείρηση ενώ το 1946 μετακομίζει μόνιμα στη Νέα Υόρκη και εργάζεται ως ανεξάρτητος φωτογράφος για περιοδικά όπως το Fortune, το Life, το Newsweek, το Esquire.
Ο Νιούμαν προσπαθούσε να ενσαρκώσει ότι ένιωθε για τους καλλιτέχνες και το έργο τους.
Αν και έχει φωτογραφήσει πολλές προσωπικότητες όπως Marlene Dietrich, John F. Kennedy, Harry S. Truman, Piet Mondrian, Πάμπλο Πικάσο, Arthur Miller, Marilyn Monroe, Ronald Reagan και άλλους, υποστήριζε ότι ακόμα και αν το θέμα δεν είναι γνωστό, ή είναι ήδη ξεχασμένο, η ίδια η φωτογραφία πρέπει να συναρπάζει το ενδιαφέρον του θεατή.
Τα θέματα του φωτογραφίζονται στο φυσικό περιβάλλον του συγκεκριμένου επαγγέλματος ή ανάμεσα στις προσωπικές δημιουργίες. Η ευφάνταστη απεικόνιση των θεμάτων του δημιουργούσε την αισθητική απεικόνιση που στόχος της ήταν να προκαλέσει μία αίσθηση εξωτερίκευσης του εσωτερικού κόσμου των ατόμων…
Ο Νιούμαν συχνά πιστώνεται ως ο πρώτος φωτογράφος που επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη λεγόμενη φυσική απεικόνιση, στην οποία ο φωτογράφος τοποθετεί το θέμα σε μια προσεκτικά ελεγχόμενη ρύθμιση, για να αποδώσει την ουσία του ατόμου για τη ζωή και το έργο του στο δικό του περιβάλλον.
Συνήθως ενεργούσε σε χώρους με θέματα του περιβάλλοντος των φωτογραφιζομένων όπου ήταν πιο εξοικειωμένοι με τα αντιπροσωπευτικά οπτικά στοιχεία που δείχνουν τα επαγγέλματά τους και τις
προσωπικότητές τους. Ένας μουσικός, για παράδειγμα, θα μπορούσε να φωτογραφηθεί στο στούντιο ηχογράφησης ή επί σκηνής, ένας γερουσιαστής ή ένας πολιτικός στο γραφείο του ή σε αντιπροσωπευτικό κτίριο.
Χρησιμοποιώντας μια μεγάλου φορμά μηχανή με τρίποδο, προσπαθούσε να πετυχαίνει την πλήρη καταγραφή με την κάθε λεπτομέρεια μιας σκηνής.
«Δεν θέλω απλά να κάνω μια φωτογραφία με κάποια πράγματα στο παρασκήνιο, έλεγε. Το περιβάλλον του κάθε ατόμου είχε να προσθέσει στη σύνθεση και την κατανόηση του προσώπου.»
Τον διέκρινε ένα έντονο ένστικτο για οπτική έκφραση. Για τον Νιούμαν ήταν ένας τρόπος να βλέπει τη ζωή ως καλλιτεχνικό διάλειμμα και ένα μέσο για την αξιοποίηση της παραγωγής των ανθρώπινων συναισθημάτων που οδηγούν στην οπτική απόλαυση.
Για το πορτρέτο που τον έκανε γνωστό αφηγείτο «Φανταστείτε, για μια στιγμή, ότι είστε ο νέος φωτογράφος Άρνολντ Νιούμαν. Είστε 28 ετών, σχετικά άγνωστος και προσπαθείτε να βρείτε το δρόμο σας στη φωτογραφική «σκηνή» της Νέας Υόρκης όταν, ξαφνικά, το Harpers Bazaar, ένα φινετσάτο περιοδικό, ζητάει από σας να πάρετε ένα πορτρέτο του μεγάλου συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο οποίος επισκέπτεται την πόλη.
Ο Στραβίνσκι σας προσκαλεί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του για τη φωτογράφηση.
Είναι παγκοσμίως γνωστός, εξαιρετικά διάσημος. Αλλά η ρύθμιση που προτείνει δεν είναι σωστή για σας.
Αυτός είναι ένας συνθέτης και το δωμάτιο του ξενοδοχείου είναι ένα «μη μουσικό» περιβάλλον.
Τολμάτε να έχετε ενδοιασμούς με την πρότασή του; Μπορείτε να του ζητήσετε να γίνει η φωτογράφηση κάπου αλλού;
Ο Άρνολντ Νιούμαν το έκανε. «Απλά άρχισα να σκέφτομαι. Μου άρεσε η κλασική μουσική, μου άρεσε το έργο του. Και τότε μου “χτύπησε” το πιάνο είναι τόσο υπέροχο, όμορφο, μουσικό σχήμα.
Έτσι ζήτησα από τον Στραβίνσκι να γίνει η φωτογράφιση κάπου όπου να υπάρχει ένα πιάνο…
Αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος της ιστορίας. Ο πειρασμός να φωτογραφίσω τον μεγάλο συνθέτη στο πιάνο του στην αίθουσα συναυλιών, όπου ο Στραβίνσκι θα εμφανιζόταν ήταν έντονος. Αλλά τι είδους φωτογραφία θα είχε αποτέλεσμα; Μια κλισέ, σίγουρα, και επαρκής αλλά το παράτησα αμέσως και αντιστάθηκα στο δέλεαρ του απλού.
Αντ’ αυτού βρήκαμε το τέλειο πιάνο στο σπίτι ενός συντάκτη, κατέβασαν μια εικόνα που κρέμονταν σε έναν τοίχο, και αυτό έκανε μια ωραία σύνθεση. Το πιάνο είναι ένα ισχυρό, σκληρό, γραμμικό, αλλά πολύ όμορφο σχήμα, που μοιάζει με σι ύφεση. Ήταν απλά τέλειο για αυτό που είχα στο μυαλό μου.
Σε αυτό το πορτρέτο Νιούμαν χρησιμοποιεί μια μοναδική φωτεινή πηγή και φωτογραφίζει από κάποια απόσταση.
Το πιάνο κυριαρχεί πάνω στον Στραβίνσκι, ο οποίος κάθεται σχεδόν στην άκρη της εικόνας, σε μια στοχαστική πόζα.
Ο Νιούμαν φωτογράφησε με μια φωτογραφική μηχανή μεγάλου μεγέθους, χρησιμοποιώντας αρνητικά 4 x 5 ιντσών, έτσι έχει περικόψει προφανώς αυτή την εικόνα σοβαρά.
Για κάποιους φωτογράφους της εποχής του, όπως ο Henri Cartier – Bresson, αυτό δεν ήταν φωτογραφία.
Ο Cartier-Bresson πίστευε ότι ο φωτογράφος θα πρέπει να εξετάζει κάθε εικόνα πριν από την λήψη και στη συνέχεια να εκτυπώνει το πλήρες αρνητικό.
Αλλά για τον Νιούμαν στnν τέχνη “… δεν υπάρχουν κανόνες και κανονισμοί. Θα πρέπει κανείς να φτιάξει το παντελόνι του με βάση τον κώλο του !”
Δεν είναι κολακευτικό πορτρέτο. Ο Νιούμαν όμως πίστευε ότι η προσωπογραφία έχει «… επιβαρυνθεί με μια ιστορία κολακείας, καλοπιάσματος, με γελοίες εικόνες και στάσεις που ζητάνε συνήθως … υποκύπτοντας στα κελεύσματα της εμπορευματοποίησης».
Και το τελικό αποτέλεσμα; Μια σύλληψη, μια φωτογραφία, που έχει καταστεί μία από τις μεγάλες εικόνες στον τομέα της φωτογραφίας πορτρέτου.
“Στον Στραβίνσκι άρεσε”, είπε ο Νιούμαν. Και εγώ το αγάπησα. Έτσι όμως ένας νέος και σχετικά άγνωστος φωτογράφος, έγινε διάσημος «σε μια νύχτα».
Ο Νιούμαν δίδαξε φωτογραφία για πολλά χρόνια. Στην πορεία διακρίθηκε και κέρδισε πολλά βραβεία
Δαμιανός Μωραΐτης