Ο Εξπρεσιονισμός ως καλλιτεχνικό κίνημα
* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο 27ο τεύχος του περιοδικού “Φωτογραφικό Είδωλο” που ήταν αφιερωμένο στα “Καλλιτεχνικά κινήματα”.
Για μια ξεχωριστή παρουσίαση των φωτογραφιών του άρθρου πατήστε εδώ.
Το ρεύμα του εξπρεσιονισμού αναπτύχθηκε στη Γερμανία στις αρχές του 20ου αιώνα, περίπου την περίοδο 1905 – 1940, ως καλλιτεχνικό κίνημα αρχικά στη ζωγραφική και στη συνέχεια αγκάλιασε σχεδόν όλες τις μορφές της μοντέρνας τέχνης, λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, φωτογραφία, κινηματογράφο κλπ.
Στην πραγματικότητα ο εξπρεσιονισμός δεν πήρε ποτέ την μορφή οργανωμένου καλλιτεχνικού κινήματος, ούτε υπήρξε ποτέ ως ενιαία οργανωμένη ομάδα καλλιτεχνών που να αυτοαποκαλούνται Εξπρεσιονιστές, (όπως έγινε πχ με τον Υπερρεαλισμό και τους Υπερρεαλιστές),** περισσότερο συναντάμε μικρές ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά. Ο εξπρεσιονισμός θεωρήθηκε (και θεωρείτε) ότι είναι αποτέλεσμα του ξεσπάσματος που ακολουθεί την αστάθεια, την διάλυση και την πτώση των παραδοσιακών αξιών, τον πληθωρισμό, την φτώχεια, την ανεργία, την ανησυχία για το μέλλον, καταστάσεις δηλαδή που δημιουργούν μία τάση φυγής από την πραγματικότητα και εσωστρέφειας και κάνουν αναγκαία την έκφραση – εκτόνωση του έντονου ψυχισμού που προκαλείται από αυτές τις καταστάσεις που έτσι κι αλλιώς έρχονται και ξανάρχονται.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον εξπρεσιονισμό με τη φωτιά που μπορεί να καίει μέσα μας, θερμαίνοντας το καζάνι του συναισθήματος, που αν δεν εκτονωθεί, σίγουρα θα εκραγεί και θα γίνει θυμός και οργή και σπανιότερα απροσμέτρητη χαρά.
Έτσι λοιπόν εντυπώσεις, συναισθήματα αλλά και οράματα πάσης φύσεως, που «τρέφονται» ή πυροδοτούνται από αυτού του είδους τις καταστάσεις, δεν θα μπορούσαν να βρουν καλύτερο μέσο έκφρασης από τον εξπρεσιονισμό ο οποίος, έχει μέσα του την απαισιοδοξία και την απογοήτευση του κουρασμένου αλλά και την αισιοδοξία του ξεσηκωμένου ανθρώπου, που προσβλέπει σε ένα καλύτερο κόσμο, σε ένα καλύτερο αύριο.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι ουσιαστικός στόχος ενός εξπρεσιονιστή δεν είναι η ακριβής αναπαράσταση των ίδιων των «αντικειμένων» αλλά να εκφράσει με ένα έργο τέχνης, τα έντονα συναισθήματά του ή τις ψυχικές καταστάσεις που προκαλούνται, ίσως, από τα «αντικείμενα» και να προκαλέσει αν μπορεί συναισθήματα στον «αναγνώστη» του έργου του .
Ο Εξπρεσιονισμός λοιπόν εκφράζει ψυχικές τάσεις, συναισθηματικές ροπές, τον «εσωτερικό άνθρωπο», άλλωστε ο όρος εξπρεσιονισμός (expressionism) προέρχεται από τον λατινικό όρο expressio, – onis που σημαίνει έκφραση.
Ένα χαρακτηριστικό των εξπρεσιονιστών είναι η τάση να «παραμορφώνουν» την πραγματικότητα, αδιαφορώντας για την «πιστή» και «αντικειμενική» αναπαράσταση της, δίνοντας έμφαση στην καταγραφή των προεκτάσεων του πραγματικού (αυτού που νομίζουμε ότι υπάρχει και «βλέπουμε») προς το υποσυνείδητο, το ονειρικό, το άλογο και το συναίσθημα, σε όλα εκείνα δηλαδή που δεν «στριμώχνονται» στα καλούπια, της τρέχουσας κάθε φορά, λογικής, σε τελευταία ανάλυση σε όλα όσα διαφοροποιούν τον άνθρωπο από το ζώο.
Για να γίνει πιο σαφής η άποψή μου σας λέω τούτο: ένα ακόμη «τεχνικό» χαρακτηριστικό του εξπρεσιονισμού είναι τα παραφορτωμένα χρώματα. Θέτω λοιπόν το εξής πρόβλημα : Μπορούμε να ορίσουμε τα χρώματα έστω και περιγραφικά; Όχι να τα ξεχωρίσουμε, αυτό γίνεται απλώς στη βάση της διαφορετικότητας, να τα ορίσουμε μπορούμε; Πχ πως ορίζεται ή πως περιγράφεται το κόκκινο (χρώμα); Γιατί η θερμοκρασία του κάθε χρώματος ή η περιοχή που κατέχει στο ορατό φάσμα, είναι μεν ιδιότητες αλλά δεν νομίζω ότι μπορούν να ορίσουν ή να περιγράψουν με κατανοητό τρόπο τα χρώματα. Για σκεφτείτε το πρόβλημα που θα είχατε, αν έπρεπε να πείτε σε κάποιον με αχρωματοψία ή σε κάποιο εκ γενετής τυφλό τι είναι κόκκινο και τι μπλε; Τον πόνο, την χαρά, την κατήφεια, την απογοήτευση κλπ, την αίσθηση της τραχείας επιφάνειας, της απαλότητας, της ψύχρας κλπ μπορείτε να τους το περιγράψετε με αρκετή ακρίβεια. Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με την φωτο – γραφία θα μου πείτε; Μα τα αντικείμενα (το υπαρκτό) παράγουν ή αντανακλούν φως και χρώματα και αυτά δίνουν αίσθηση και προκαλούν συναισθήματα (υποσυνείδητο) και από αίσθηση και συναισθήματα «διαθέτουν» οι πάντες θα σας απαντούσα.
Στην αρχή τόσο ο φωτισμός όσο και το χρώμα, χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για ρεαλιστικούς σκοπούς (πιστή αναπαραγωγή της φυσικής «πραγματικότητας»).
Η σχολή του γερμανικού εξπρεσιονισμού της δεκαετίας του 20 , ήταν αυτήν που πρώτη ανακάλυψε τις ψυχολογικές και δραματικές δυνατότητες του φωτισμού. Με την αντιρρεαλιστική χρήση του κοντράστ, απέδειξε την τεράστια εκφραστική σημασία τους.
Για παράδειγμα, σε μια νυχτερινή λήψη δρόμου, οι υπερφωτισμένες λάμπες κάνουν τα πρόσωπα να έχουν έντονα φωτεινά ή σκοτεινά μέρη. Αυτή είναι μια σκληρή χρήση του φωτός που δίνει την εντύπωση «αποπνικτικότητας» και «δραματικότητας».
Με την δημιουργία έντονων φωτοσκιάσεων και φωτισμού ή της απουσίας του (αφαίρεση) από πολλά κομμάτια του κάδρου, άτομα και αντικείμενα αποκτούν ένα είδος «σκληρότητας» και μια ατμόσφαιρα πεσιμισμού, βιαιότητας, κατήφειας και αγωνίας.
Το χρώμα έγινε έτσι ένα σημαντικό μέσο έκφρασης ψυχολογικών καταστάσεων.
Κατά μία άποψη τα θερμά χρώματα όπως το κίτρινο και οι προσμίξεις του (πορτοκαλί, ανοιχτό κόκκινο, ανοιχτό πράσινο), αποπνέουν χαρά και ξυπνούν θετικά συναισθήματα και σε χαλαρώνουν.
Στην αντίπερα όχθη τα ψυχρά χρώματα, το μπλε και οι προσμίξεις του (μωβ σκούρο, κόκκινο, σκούρο πράσινο, μαύρο) αποπνέουν λύπη, αυστηρότητα, μελαγχολία και ξυπνούν αρνητικά συναισθήματα. Το κόκκινο έγινε το χρώμα που εκφράζει το πάθος σε όλες του της μορφές και εκφάνσεις.
Ο Κριστόφ Κισλόφσκι, γνωστός πολωνός σκηνοθέτης ο οποίος έγινε διεθνώς γνωστός με την τριλογία του «Τρία Χρώματα» («Η Μπλε ταινία», «Η Άσπρη ταινία» και «Η Κόκκινη Ταινία»), στο «Η Μπλε ταινία» , χρησιμοποιεί το γαλάζιο χρώμα, αλλά και το μπλε σκούρο και δήλωσε ότι αν έπρεπε να διαλέξει ένα χρώμα για να συμβολίσει τον θάνατο αυτό θα ήταν το μπλε.
Τα «μέσα» της εξπρεσιονιστικής φωτογραφίας
α) Κατάργηση της συνηθισμένης προοπτικής. Κυριαρχούν και τονίζονται οι καμπύλες γραμμές, τα κτίρια και ο «σκηνικός διάκοσμος» του κάδρου χάνουν τον ρεαλιστικό τους χαρακτήρα, μερικές φορές εξαρθρώνονται, παραμορφώνονται, γίνονται αφηρημένα και δεν περιγράφουν πλέον συγκεκριμένους χώρους, αλλά «υποβάλλουν» έννοιες . (φωτογραφίες «Φως Ιλαρόν» και «Μια αναχώρηση που δεν γίνεται»).
Φως Ιλαρόν, Άγιον Όρος, Σιμωνόπετρα
Σχόλιο : Έντονες αντιθέσεις άσπρου – μαύρου, υποχώρηση των ενδιάμεσων τόνων, κυριαρχούν και τονίζονται οι καμπύλες γραμμές, κλειστός χώρος πιεστικός από τα πλάγια ο οποίος σε συνδυασμό με ένα πολύ ελαφρά λοξό προς τα πάνω αριστερά επίπεδο σε «σπρώχνει» προς την μοναδική έξοδο που είναι και η μοναδική «φαινόμενη» πηγή φωτός.
Νύχτα – μια αναχώρηση που δεν γίνεται…
Σχόλιο: Έντονες αντιθέσεις άσπρου – μαύρου, υποχώρηση των ενδιάμεσων τόνων, ανύπαρκτα πρόσωπα, «άγρια» υφή των φωτισμένων μερών, κόντρ – πλονζέ που βάζει στη θέση του «θύματος» λιμενικούς και επιβάτες και λοξή ματιά σε μια προσπάθεια να σε κάνει να δεις και να νοιώσεις τα αισθήματα και την αγωνία, του επιβάτη που έρχεται από το προηγούμενο λιμάνι και πάει …
β) «Παράξενες» γωνίες λήψης και καδραρίσματος (πχ πλονζέ, κοντρ – πλονζέ, κεκλιμένο κάδρο)
** Κοντρ – πλονζέ : Η θέση της μηχανής είναι χαμηλά και βλέπει τα «αντικείμενα» από κάτω προς τα πάνω.
Έτσι σχεδόν ότι υπάρχει μέσα στο κάδρο (άνθρωπος, κτήριο, κλπ), δείχνει μεγαλύτερο και συνήθως χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει μία εντύπωση μεγαλείου, έξαρσης, ανωτερότητας, θριάμβου, αλαζονείας, τυραννικότητας κλπ.
** Πλονζέ : Η θέση της μηχανής βρίσκεται ψηλά και βλέπει από πάνω προς τα κάτω.
Αντίθετα από το κοντρ – πλονζέ, εδώ το «αντικείμενο» δείχνει μικρό, δίνοντας μια αίσθηση κατωτερότητας, ταπείνωσης, ηθικού ξεπεσμού, ψυχικής συντριβής κλπ, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στα δίπολα θύτης – θύμα νικητής – ηττημένος καλό – κακό. (φωτογραφία «Μια αναχώρηση που δεν γίνεται»)
** Κεκλιμένο κάδρο (λοξό η στραβό καδράρισμα): Η θέση της μηχανής είναι έτσι ώστε να μας παρέχει ένα κάδρο επικλινές, γυρτό (λοξό, στραβό), δεξιά ή αριστερά.
Χρησιμοποιείται για να εκφρασθούν αγχωτικές ψυχολογικές καταστάσεις, ανησυχία, ψυχική ανισορροπία, πνευματική αστάθεια κλπ. Το λοξό καδράρισμα προσπαθεί να ταυτίσει την ματιά μας με το βλέμμα του ήρωα και να δούμε μέσα από αυτήν ότι βλέπει εκείνος.
γ) Ακραίες αντιθέσεις φωτός και σκιάς (έντονο κοντράστ).
* Αυτή η εκφραστική χρησιμοποίηση του φωτός, έγινε η σφραγίδα του γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Σκοτεινές εικόνες με ισχυρές αντιθέσεις στο άσπρο και το μαύρο, με αντίστοιχη υποχώρηση των ενδιάμεσων τόνων στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, ενώ στην έγχρωμη φωτογραφία προστίθενται τα παραφορτωμένα χρώματα.. Οι χώροι, κατά προτίμηση, είναι κλειστοί, σκοτεινοί παραμορφωμένοι, (φωτογραφία «Φως Ιλαρόν»)
Προφανώς επειδή ο κινηματογράφος στηρίζεται στη φωτογραφία, ο φωτογραφικός εξπρεσιονισμός τον επηρέασε σημαντικά συμβάλλοντας, σημαντικά, στη γέννηση δύο κινηματογραφικών ειδών:
i) Των έργων φρίκης και φαντασίας με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις ταινίες «Μητρόπολη» (1926) του Φρίτς Λάνγκ, το
αριστουργηματικό «Νοσφεράτου» του Μουρνάου, ο «Ιβάν ο τρομερός», ο «Τζάκ ο Αντεροβγάλτης» και πάρα πολλές άλλες.
ii) Του λεγόμενου «Φιλμ Νουάρ», των «μαύρων» αστυνομικών ταινιών του γαλλικού κινηματογράφου και των αμερικάνικων
«γκαγκστερικών» ταινιών.
Η ασυνεχής αφήγηση, (= παραμόρφωση της πραγματικότητας του συνεχούς χρόνου), οι απροσδόκητες γωνίες λήψης, το βάθος του πεδίου και οι εφιαλτικές φωτοσκιάσεις, είναι μερικά από τα στοιχεία (εξπρεσιονισμού) που προσδίδουν στο φιλμ νουάρ τη μοναδική δραματική ένταση και τέτοια συμπαγή λογική, που σπάνια την συναντάμε στο χώρο του κινηματογράφου.
Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός, ένα κίνημα κόντρα στην παράδοση της κλασικής γεωμετρίας.
Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο, στη ζωγραφική, αναπτύχθηκε με κέντρο την Νέα Υόρκη μεταπολεμικά και ειδικότερα στα μέσα της δεκαετίας του 40.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 και εμπεριέχει τα κύρια τεχνικά και αισθητικά χαρακτηριστικά του κινήματος, καθώς συνδυάζει σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό (κυρίως) εξπρεσιονισμό με τις καθαρά αφηρημένες τάσεις άλλων κινημάτων όπως του φουτουρισμού ή του κυβισμού. Από πολλούς θεωρείται πως ο κύριος προκάτοχός του είναι ο υπερρεαλισμός, ή σουρεαλισμός.
Η σχέση του με το σουρεαλισμό (στη γενική του μορφή) είναι μεγάλη. Και τα δυο κινήματα πχ δίνουν έμφαση στην αυθόρμητη, αυτόματη ή υποσυνείδητη έκφραση και χρησιμοποιούν την παραμόρφωση της πραγματικότητας για να εκφραστούν.
Μέχρις εκεί όμως γιατί στον α. ε. τα αντικείμενα και οι άνθρωποι δύσκολα διακρίνονται μέσα στη φωτογραφία, χάνουν τη μορφή, το σχήμα και την φόρμα, σχεδόν εξαφανίζονται, και υπάρχουν μόνο μέσα από το χρώμα και το φώς, με το οποίο «συμμετείχαν» στην εν – τύπωση από το φωτογράφο του συναισθήματος που προσπαθεί να βγάλει. Σε αυτή την προσπάθεια τους οι φωτογράφοι θα έλεγα ότι χρησιμοποιούν δυο τεχνικές, ή συνδυασμούς των, αυξάνοντας έτσι σχεδόν απεριόριστα τις δυνατότητες έκφρασης.
1. Την «Δυναμική τεχνική». Οι φωτογράφοι πειραματίζονται με το χρώμα, ή την «υφή» της φωτογραφίας και «ψάχνουν» διάφορους τρόπους χειρισμού της μηχανής τους, προσπαθούν να αξιοποιήσουν δημιουργικά τα στοιχεία της έκθεσης (ταχύτητα, διάφραγμα, κλπ).
Για τον έλεγχο του χρώματος, συνοπτικά αναφέρω, την φωτογράφιση σε συνθήκες τεχνητού φωτισμού χωρίς «ειδικό» φιλμ παλιότερα ή χωρίς διόρθωση της ισορροπίας λευκού σήμερα, την χρήση φίλτρων ή την τροποποίηση της θερμοκρασίας χρώματος ή την χρωματική επεξεργασία μέσω των ειδικών προγραμμάτων.
Χαρτιά ματ ή σατινέ δίνουν μια διαφορετική υφή στη φωτογραφία.
Στους τρόπους χρήσης καταγράφεται η κίνηση της μηχανής προς κάθε κατεύθυνση, σε σχέση με το ακίνητο θέμα (σε ευθεία γραμμή, σε ζικ – ζακ, σε κυκλική περιστροφή κλπ), η παράλληλη κίνηση με το θέμα, το τρεμούλιασμα, το τραμπάλιασμα για να δοθεί η αίσθηση αστάθειας, έκρηξης, σεισμού. Υπο – υπερφωτισμοί, ή σωστοί αλλά ακραίοι συνδυασμοί εκφώτισης με πολύ χαμηλές ταχύτητες (ακόμη και θέση Β) έτσι ώστε να μένει για αρκετή ώρα ανοιχτό το διάφραγμα και να μπορεί να κινηθεί η μηχανή.
Περίεργα νεταρίσματα ή και έλλειψη νεταρίσματος (φλουτάρισμα), δημιουργία κόκου με χρήση υψηλού ISO είναι μερικά από τα «κόλπα» που χρησιμοποιούνται στην δυναμική τεχνική
2. Την τεχνική «Χρωματικού Πεδίου». Με την «τεχνική» αυτή οι φωτογράφοι «αναζητούν» να εκφράσουν συμβολικά τη ψυχική τους κατάσταση ή να προκαλέσουν συναισθήματα μέσα από μεγάλες ενιαίες χρωματικές επιφάνειες, που υπάρχουν στο «κάδρο»
(δες χρώματα και ερμηνεία χρωμάτων πιο πάνω), ακόμη και χωρίς την παρουσία έστω και ενός αντικειμένου Ένα πρόχειρο παράδειγμα πολλές από τις φωτογραφίες δειλινού.
Χαρακτηριστικά στοιχεία του ρεύματος είναι : το μεγάλο μέγεθος , η «ολική» σύνθεση, η πρωτεύουσα η σημασία την οποία έχει η τοποθέτηση (θέση) του χρώματος στο κάδρο, το γεγονός ότι τα αισθήματα δεν απεικονίζονται (μέσω της έκφρασης πχ των προσώπων ή της φόρμας των αντικειμένων), αλλά «διαδραματίζονται» και δημιουργούνται μέσα στο κάδρο.
Κλείνοντας να πω ότι τίποτα από τα παραπάνω, δεν είναι απόλυτοι και απαράβατοι κανόνες. Κάθε λήψη πλονζέ δεν συμβολίζει αναγκαστικά και πάντοτε το θύμα πχ, ούτε κάθε κεκλιμένο κάδρο δείχνει την ψυχική ανισορροπία ενός ατόμου. Όπως επίσης δεν είναι ντε και καλά αφηρημένος εξπρεσιονισμός κάθε κουνημένη – ανετάριστη ή σκοτεινή (καμένη) φωτογραφία.
Πορεία προς το φως …
Σχόλιο : Παγχρωματικό φιλμ (δηλαδή χωρίς ισορροπία του λευκού) με τεχνητό φωτισμό σε συνδυασμό με ένα φίλτρο απαλό «μπεζ», διάφραγμα τελείως ανοικτό, ταχύτητα Β, κίνηση της μηχανής «σπειροειδής» και πάνω κάτω, για να δημιουργηθούν οι «φιγούρες», και ελαφρώς προς τα αριστερά για να δοθεί η εντύπωση βιαστικής κίνησης προς το φως.
Στροβιλισμοί συναισθημάτων. . .
Σχόλιο: Παγχρωματικό φιλμ, με τεχνητό φωτισμό σε συνδυασμό με ένα φίλτρο απαλό «μπεζ», διάφραγμα τελείως ανοικτό, ταχύτητα Β, κίνηση της μηχανής περιστροφική (όπως το τιμόνι) από αριστερά προς τα δεξιά έτσι που οι «φιγούρες» να ανέρχονται.
Εφιάλτης φωτιάς
«Προσωπικό» σχόλιο: Μυτιλήνη – Σκάλα Συκαμιάς Αύγουστος, Εφημερίδες – τίτλος : Εφιάλτης φωτιάς παντού, υπότιτλος πύρινες φλόγες κατέκαιγαν στο διάβα τους βλάστηση και ζώα.
Έκρηξη
Φορτωμένα χρώματος με έντονες αντιθέσεις σκιάς και φωτός, τα αντικείμενα και τα πρόσωπα σχεδόν εξαφανίζονται αφήνοντας τις τεθλασμένες και τις καμπύλες να «δημιουργήσουν» τα συναισθήματα.
Τεχνικά : η μηχανή έχει περιστραφεί δεξιόστροφα και λίγο προς τα κάτω με συνέπεια τα αντικείμενα να γυρίζουν αριστερόστροφα και προς τα πάνω. Στη συνέχεια έγινε οριζόντια αναστροφή, προφανώς τελείως ανοικτό διάφραγμα, ταχύτητα Β, παγχρωματικό φιλμ.