Κολάζ
Φωτογράφος και συγγραφέας, γεννημένη στο Springfield του Ohio στις 17 Ιουλίου το 1898, η Berenice Abbott είναι μια καλλιτέχνης του εικοστού αιώνα, με απεριόριστη φαντασία, που αφιέρωσε τη ζωή της στη φωτογραφία.
Σπούδασε στο κρατικό πανεπιστήμιο του Οχάιο πριν μεταβεί οριστικά στην Νέα Υόρκη, όπου και σπούδασε σχέδιο και γλυπτό για τέσσερα χρόνια. Συνέχισε τις σπουδές της στο Βερολίνο για ένα χρόνο και το 1923 έως το 1925 την βρίσκουμε βοηθό σκοτεινών θαλάμων στο αμερικανικό Dadaist και στον υπερρεαλιστή Man Ray στο Παρίσι. Εκεί, ήρθε σε επαφή με το Γάλλο φωτογράφο Eugne Atget ο οποίος ήταν εκείνη την περίοδο ουσιαστικά άγνωστος. Το 1925 η Abbott ιδρύει το δικό της φωτογραφικό στούντιο όπου και κάνει τα πανέμορφα και γνωστά, πια, πορτρέτα της.
Παρισινοί εκπατριζόμενοι, καλλιτέχνες, συγγραφείς και αριστοκράτες, ανάμεσά τους οι : James Joyce, Andre Gide, Marcel Duchamp, Jean Cocteau, Ernst, Leo Stein, Σύλβια Beach, Peggy Guggenheim, Janet Flanner, Edna St Vincent Millay, Atget είναι μερικοί από αυτούς που «ποζάρουν» για την Abbott.
Μετά από το θάνατο του Atget το 1927, η Abbott ανάκτησε το τυπωμένο υλικό του και τα αρνητικά, σώζοντάς τα από την καταστροφή. Αφού ταξινόμησε το υλικό, τα επόμενα χρόνια αφιερώθηκε στην προβολή της εργασίας του Eugine Atget και με τις αποφασιστικές της προσπάθειες, καθιέρωσε τη φήμη του ως έναν από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες φωτογράφους της εποχής του.
Το 1929 επιστρέφει στην Νέα Υόρκη ,όπου και αρχίζει να φωτογραφίζει την πόλη ,χωρίς βέβαια να σταματάει να κάνει τα πορτρέτα της. Η δεκαετία του 30’ , μια πολύ σημαντική δεκαετία παγκοσμίως, όπως επίσης και η γενιά του 30’, είναι η εποχή του ανερχόμενου ουρμπανισμού, της αστυφιλίας δηλαδή.
Είναι δηλαδή η δεκαετία του 30’, η εποχή που οι πόλεις στην Αμερική και στην Ευρώπη αρχίζουν να διαμορφώνουν τον σημερινό τους «χαρακτήρα».
Τότε η Abbott αποδέχεται μια εργασία από το Αμερικανικό ομοσπονδιακό πρόγραμμα τέχνης της διοίκησης προόδου εργασιών (WPA) και από το 1935 και για περίπου τρία χρόνια τεκμηρίωσε συστηματικά το μεταβαλλόμενο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της πόλης (Νέα Υόρκη), σε μία σειρά ιδιαίτερα αντικειμενικών φωτογραφιών.
Μερικές από αυτές δημοσιεύθηκαν το 1939 στο βιβλίο «Η Νέα Υόρκη αλλάζει». Στη σειρά αυτή αποτυπώνονται οι νέες γέφυρες και ουρανοξύστες, η αντικατάσταση παλαιότερων δομών, καθώς και η (αντι)παράθεση των εξελισσόμενων τρόπων μεταφοράς με εκείνους του παρελθόντος και οι γεμάτες από σκηνές δρόμου φωτογραφίες της αποπνέουν ένα συναρπαστικό συνδυασμό της αντικειμενικότητας και παθιασμένου ρεαλισμού που είναι καθοριστικής σημασίας για την διαχρονική ποιότητα της τέχνης.
Οι φωτογραφίες αυτές θεωρούνται σήμερα αριστουργήματα.
Η Abbott δεν περιορίζει τις δραστηριότητές της μόνο στην πόλη της, τη Νέα Υόρκη, αλλά υπήρξε επίσης με έντονο τρόπο «παρατηρητής» της Αμερικανικής «σκηνής» ταξιδεύοντας σε όλη τη Νέα Αγγλία και κατά μήκος της ανατολικής ακτής, αποτυπώνοντας ορισμένες πόλεις, όπως υπήρχαν πριν τον (Αμερικανικό) Εμφύλιο Πόλεμο.
Παράλληλα έγινε μια δημιουργική εφευρέτης, εξασφαλίζοντας μισή ντουζίνα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και άρχισε τις εξερευνήσεις της στην επιστημονική φωτογραφία. λέγοντας :
«Η Φωτογραφία ταιριάζει με την ταχύτητα της εποχής μας … Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό μέσο που αρμόζει στο ρεαλισμό της επιστήμης»
Η Abbott το 1958 ανέλαβε να φωτογραφίσει επιστημονικά φαινόμενα για την επιτροπή μελέτης των Φυσικών Επιστημών στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, πραγματοποιώντας το πιο αξιοσημείωτο έργο της, με μια σειρά φωτογραφιών από εκκρεμή, μπάλες που αναπηδούν και σχέδια κυμάτων.
Είπε «Οι μιμητές της ζωγραφικής μιμούνται την επιφανειακή ποιότητα της ζωγραφικής, και δεν γνωρίζουν οι ίδιοι τις πραγματικές αξίες για τις οποίες αγωνίζεται ζωγραφική. Η μόνη σχέση ανάμεσα στη ζωγραφική και τη φωτογραφία είναι ότι και οι δυο παράγουν “εικόνα” δύο διαστάσεων δηλαδή σε επίπεδη επιφάνεια αλλά η φύση αυτών των δύο εικόνων είναι δυο κόσμοι ξεχωριστοί.
Η Φωτογραφία δεν θα μπορέσει ποτέ να μεγαλώσει και να σταθεί στα δικά της πόδια αν μιμείται, κατά κύριο λόγο, κάποια άλλο μέσο. Η Φωτογραφία πρέπει να “περπατήσει” μόνη της.»