Βιογραφικά Στοιχεία
Ο Robert Capa (Ρόμπερτ Κάπα), πραγματικό όνομα: Endre Erno Friedmann, γεννήθηκε από Εβραίους (μη θρησκευόμενους) γονείς στη Βουδαπέστη στις 22 Οκτωβρίου το 1913.
Ο Ρόμπερτ Κάπα δεν ξεκίνησε με στόχο να γίνει φωτογράφος πολέμων αλλά οι περιστάσεις ώθησαν αμείλικτα τα βήματά του προς αυτή την κατεύθυνση.
Ως έφηβος είχε το παρατσούκλι Μπάντι, ήταν εξωστρεφής, ανεξάρτητος και τολμηρός, ήταν ριψοκίνδυνος σκιέρ και προκαλούσε συχνά τις ανησυχίες της μητέρας του. Αχόρταγος αναγνώστης, έδειχνε πρόωρο ενδιαφέρον για την κοινωνική και πολιτική μεταρρύθμιση. Ο μέντορας του, ο ποιητής και ζωγράφος Λάγιος Κασάκ, ήταν επικεφαλής μιας ομάδας αφιερωμένης στο σοσιαλισμό και την πρωτοποριακή τέχνη. Ανάμεσα στα έργα που δημοσίευαν στο περιοδικό της ομάδος, περιλαμβάνονταν φωτογραφίες των σπουδαίων Αμερικανών μεταρρυθμιστών φωτογράφων Τζέικομπ Ρις (Jacob Riis)και Λιούις Χάιν (Lewis Hine) με τη δυνατή και δραματική απεικόνιση της μετανάστευσης, της φτώχειας, και της παιδικής εργασίας, και η επιρροή τους αντανακλάται στις φωτογραφίες του Κάπα για την προσφυγιά, τη ζωή ανάμεσα στα ερείπια, και τα παιδιά που υποφέρουν τη φρίκη του πολέμου.
Ως μαθητής ο νεαρός Μπάντι θέλει να γίνει δημοσιογράφος, ένα επάγγελμα που θα του επέτρεπε να συνδυάσει την αγάπη του για την πολιτική και τη λογοτεχνία. Η δημοσιογραφία εμφανιζόταν εκείνο τον καιρό σαν μία πολλά υποσχόμενη καριέρα για τους έξυπνους νέους στη Βουδαπέστη, αλλά για τον Μπάντι και παρά την εξυπνάδα του δεν υπήρχαν πολλές προοπτικές να γραφτεί στο πανεπιστήμιο στην Ουγγαρία καθώς η φασιστική – αντισημιτική δικτατορία περιόριζε σε μεγάλο βαθμό τον αριθμό των Εβραίων φοιτητών.
Στα χρόνια της εφηβείας ο Μπάντι εκδήλωνε τις πολιτικές ανησυχίες του συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες ενάντια στο καταπιεστικό καθεστώς της Ουγγαρίας. Μία μέρα στα τέλη της άνοιξης του 31 είχε μία μακρά συζήτηση με ένα στέλεχος της στρατολόγησης μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αν και ο νεαρός αρνήθηκε να γραφτεί στο κόμμα, που στη συνέχεια θα τον θεωρούσαν ανάξιο αστό διανοούμενο, η ζημιά είχε γίνει η μυστική αστυνομία τον είχε παρακολουθήσει και εισβάλλοντας στο σπίτι της οικογένειας τον συνέλαβε την ίδια νύχτα. Με τη μεσολάβηση του αρχηγού της αστυνομίας, η γυναίκα του οποίου ήταν πελάτισσα του οίκου ραπτικής τον Φρίντμαν, ο Μπάντι αφέθηκε ελεύθερος την άλλη μέρα υπό τον όρο να εγκαταλείψει την Ουγγαρία εντός ολίγων εβδομάδων. Έτσι σε ηλικία 17 ετών το αγόρι που θα γινόταν αργότερα ο Ρόμπερτ Κάπα βρέθηκε πολιτικός εξόριστος.
Ο Μπάντι έφυγε για το Βερολίνο τον Ιούλιο του 1931 και το φθινόπωρο γράφτηκε στη Γερμανική ανώτατη σχολή Πολιτικών Επιστημών, σαν φοιτητής δημοσιογραφίας. Προς το τέλος της χρονιάς έμαθε ότι οι γονείς του δεν θα μπορούσαν πια να του στέλνουν χρήματα για τα δίδακτρα και τα έξοδα του. Ο Μπάντι κατάφερε τελικά να βρει δουλειά σαν παιδί για τα θελήματα και σαν βοηθός σε εμφανιστήριο στο Ντεφό, ένα μεγάλο φωτογραφικό πρακτορείο του Βερολίνου που εκπροσωπούσε διακεκριμένους φωτογράφους. Ο διευθυντής του πρακτορείου Simon Goodman αναγνώρισε γρήγορα το ταλέντο του νεαρού, του δάνεισε μία κάμερα και άρχισε να τον στέλνει έξω για να καλύπτει μικρά τοπικά γεγονότα.
Ο Μπάντι είχε την πρώτη μεγάλη ευκαιρία του το Δεκέμβριο του 1932 όταν ο Goodman τον έστειλε στην Κοπεγχάγη να φωτογραφίσει τον εξόριστο Ρώσο επαναστάτη Λέον Τρότσκι που θα μιλούσε σε Δανούς φοιτητές. Για τον Μπάντι ήταν κάτι που του ταίριαζε ιδιαίτερα αφού οι πολιτικές του συμπάθειες έκλειναν προς τον Τρότσκι που αντιτασσόταν σφόδρα στην κατεύθυνση προς την οποία οδηγούσε ο Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση.
Όταν ο Χίτλερ εκλέχτηκε καγκελάριος της Γερμανίας τον Ιανουάριο του 33 ο Μπάντι που ήταν ταυτόχρονα αριστερός και Εβραίος έφυγε γρήγορα πήγε αρχικά στη Βιέννη και στη συνέχεια εξασφάλισε άδεια για να επιστρέψει στη Βουδαπέστη, όπου μετά από ένα καλοκαίρι που πέρασε στο σπίτι του δουλεύοντας σε τοπικές φωτογραφικές εργασίες, έφυγε το Σεπτέμβριο για το Παρίσι ελπίζοντας να βρει εκεί την επιτυχία σαν φωτορεπόρτερ. Αντί αυτής στην αρχή βρήκε φτώχεια πείνα και ξενοφοβία μετριασμένη μόνο από την συντροφικότητα της καλλιτεχνικής κοινότητας των Γερμανών Ούγγρων και ανατολικό ευρωπαίων προσφύγων στο Μονπαρνάς. Την άνοιξη του 34 πιθανότητα ο Μπάντι γνωρίστηκε με τον Αντρέ Κερτέζ ένα 40χρονο Ούγγρο που απολάμβανε ιδιαίτερη επιτυχία ως Φωτογράφος. Φωτογραφικές δουλειές του με θέματα όπως οι Παριζιάνες Μάντισσες, η ζωή στα Μοναστήρια Τραπιστών εμφανίζονταν συχνά στα γαλλικό εικονογραφημένο περιοδικό Vu, από τους κυριότερους προδρόμους του Life. Ο Κερτέζ και η γυναίκα του Ελίζαμπεθ υιοθέτησαν λίγο πολύ τον Μπάντι, ο Κερτέζ του δάνειζε μικροποσά, τον βοηθούσε να βρίσκει δουλειές και τον δίδασκε φωτογραφία. Υπήρχε μεγάλη ψυχική συγγένεια ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ενθουσιώδεις και ευαίσθητους άντρες που έβλεπαν τους συνανθρώπους τους με μεγάλη καλοσύνη και στοργική συμπάθεια. Ο Κερτέζ ήταν από τους πρωτοπόρους ερευνητές των σπουδαίων καλλιτεχνικών και φωτοδημοσιογραφικών δυνατοτήτων της Leica 35mm μιας μικρής φωτογραφικής μηχανής που περνούσε απαρατήρητη και μέχρι τότε είχε αποπεμφθεί σαν παιχνίδι.
Στα ίχνη του Κερτέζ ο Μπάντι ασχολήθηκε με τη Leica και αναγνώρισε τις μοναδικές τις δυνατότητες ως εργαλείο για ρεπορτάζ. Του έδωσε τη δυνατότητα να ανακατευθεί με το πλήθος στη διάρκεια των διαδηλώσεων του λαϊκού μετώπου στο Παρίσι και να πραγματοποιήσει κρυφές λήψεις που θα ήταν αδύνατο για ένα φωτογράφο που θα κουβαλούσε την ογκώδη Graflex. Αργότερα ο Κάπα έκανε ένα τεράστιο βήμα: πήρε τη Leica στο Πεδίο της μάχης.
Λίγο μετά τον ερχομό του στο Παρίσι ο Μπάντι που είχε αρχίσει πια να αυτοαποκαλείται Αντρέ γνωρίστηκε φιλικά με δύο φωτογράφους της ηλικίας του, ο ένας ονόματι Ντέιβιντ Σέιμουρ ήταν ένας διανοούμενος και ευγενικός Πολωνός πρόσφυγας, που υπέγραφε τα έργα του ως «Τσίμ» κι ο άλλος ήταν ο Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, γόνος εύπορης Γαλλικής οικογένειας.
Οι τρεις φίλοι περνούσαν πολλές ώρες στα καφενεία του Μονπαρνάς συζητώντας περί πολιτικής και φωτογραφίας, μάθαιναν ο ένας από τον άλλον ανταλλάσσοντας ταυτόχρονα ενθάρρυνση και κριτικές. Μαζί με τον Κερτέζ το δάσκαλό τους συγκαταλέγονται στους ηγέτες της φωτογραφικής επανάστασης που εισήγαγε την αισθητική της μικρής κάμερας άμεσης ανταπόκρισης σε αυτό που ο Καρτιέ Μπρεσόν θα ονόμαζε αργότερα αποφασιστική στιγμή.
Το 1934 ο Αντρέ συνάντησε μία δυναμική φιλόδοξη και ανήσυχη νεαρή Γερμανίδα πρόσφυγα την Γκέρντα Πόχοριλ που είχε έρθει τον προηγούμενο χρόνο, η Γκέρντα σύντομα έγινε ερωμένη και μάνατζερ πρακτικά του Αντρέ, τον έπεισε να αλλάξει το ατημέλητο μποέμ ντύσιμο και το κούρεμα του με μία πιο επαγγελματική εμφάνιση στην δουλειά του, και όποτε τελείωνε κάποια ευκαιριακή εργασία του δακτυλογραφούσε τις λεζάντες. Σαν αφοσιωμένη αριστερή η Γκέρντα συμφωνούσε με τον Αντρέ πως φωτογραφία μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στην αντιφασιστική υπόθεση.
Την άνοιξη του 35 ο Αντρέ πήγε στην Ισπανία να δουλέψει σε διάφορα φωτορεπορτάζ και στο ταξίδι του απόλαυσε ιδιαίτερα τη διαμονή του για μερικές εβδομάδες στη Σεβίλλη όπου φωτογράφισε τους χαρούμενους εορτασμούς του Πάσχα και τις μελαγχολικές λιτανείες που προηγούνται. Παρόλα αυτά δεν ήταν εύκολο να πουλήσει φωτογραφίες ή τις ιδέες για project που πρότεινε σε Γάλλους εκδότες. Ένα πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν ότι δεν μιλούσε καλά γαλλικά, ένα άλλο πρόβλημα ήταν ότι στο Παρίσι εργαζόταν ένας παλαιότερος καθιερωμένος φωτογράφος ονόματι Τζορτζ Φρίντμαν και αυτό οδηγούσε σε κάποια σύγχυση αφού τα περιοδικά γενικά αναφέρονταν στις πληροφορίες μόνο το επίθετό του φωτογράφου, έτσι το 1936 ο Αντρέ και η Γκέρντα αποφάσισαν να επινοήσουν ένα δήθεν φημισμένο και επιτυχημένο Αμερικανό φωτογράφο τον Ρόμπερτ Κάπα. Όταν η Γκέρντα επισκεπτόταν τα ταξιδιωτικά γραφεία ισχυριζόταν ότι φωτογραφίες του Αντρέ ήταν του Κάπα και ότι έκανε τρομερή χάρη στους εκδότες δίνοντάς τους την ευκαιρία να αγοράσουν τη δουλειά αυτής της φανταστικής ιδιοφυΐας. Εντυπωσιασμένοι οι εκδότες αγόραζαν τις φωτογραφίες και τις δημοσίευαν. Ο Αντρέ κατά πάσα πιθανότητα εμπνεύστηκε το νέο επίθετο του από τον Φράνκ Κάπρα το σκηνοθέτη του Hollywood που είχε κερδίσει παγκόσμια φήμη με ταινίες διάσημες και διάσημους πρωταγωνιστές. Το όνομα Ρόμπερτ είχε επίσης τις ρίζες του στον κινηματογράφο από τον ηθοποιό Ρόμπερτ Τέιλορ που το 1936 πρωταγωνίστησε σαν κινηματογραφικός εραστής της Γκρέτα Γκάρμπο. Όπως και το Κάπα το Ρόμπερτ ήταν εύκολο να προσφερθεί και να γραφτεί και εύκολα το θυμόταν κάνεις, την ίδια εποχή η Γκέρντα βρήκε ένα εξίσου κοσμοπολίτικο ψευδώνυμο για την ίδια από το 1936 ήταν πια η Γκέρντα Τάρο. Σύντομα ο μυστηριώδης Κάπα έγινε πραγματικά διάσημος και όταν αποκαλύφθηκε το κόλπο ο Αντρέ συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να αλλάξει το κανονικό του όνομα σε Ρόμπερτ Κάπα και να δράσει κατ’ αναλογία της φήμης αυτού του φανταστικού φαινομένου.
Στο πρώτο ταξίδι τους κατά τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, ο Κάπα και η Τάρο, κάλυψαν τις μάχες βορειοανατολικά στην Ανδαλουσία και εκεί ακριβώς ο Κάπα φωτογράφισε τον Ισπανό πολιτοφύλακα του Δημοκρατικού στρατού που είχε μόλις πυροβοληθεί, ίσως τη σημαντικότερη φωτογραφία πολέμου που έγινε ποτέ.
Στο τέλος του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου ο Κάπα έμεινε ένα μήνα στη Μαδρίτη φωτογραφίζοντας όχι μόνο τις μάχες στα Δυτικά Προάστια της πόλης αλλά και τη μάχη των πολιτών για επιβίωση στις άγρια βομβαρδιζόμενες λαϊκές γειτονιές. Οι πιλότοι του Φράνκο είχαν εντολές να μη βομβαρδίζουν τις περιοχές όπου κατοικούσαν πλούσιοι οι οποίοι στην πλειοψηφία τους υποστήριζαν το φασισμό.
Η Γαλλική αριστερή εφημερίδα Regards παρουσίασε τις συγκλονιστικές φωτογραφίες του Κάπα από τη Μαδρίτη σε τέσσερα τεύχη της και τότε πια η μεταμόρφωση του Αντρέ Φρίντμαν ολοκληρώθηκε. Δεν είχε γίνει μόνο ο Ρόμπερτ Κάπα, αλλά ένας θρυλικός φωτογράφος πολέμου.
Ο Κάπα πίστευε ότι ήταν απολύτως ζωτικής σημασίας για τον ίδιο να βοηθήσει στην αντιφασιστική υπόθεση με τη φωτογραφική μηχανή του, ήταν παρτιζάνος όσο και κάθε άλλο μέλος των διεθνών ταξιαρχιών.
Τον Ιούλιο του 1937 η Γκέρντα Τάρο κάλυπτε τη μάχη της Μπρουνέτ δυτικά της Μαδρίτης και μέσα στη σύγχυση μιας άτακτης υποχώρησης συνεθλίβη από ένα τανκ του Δημοκρατικού στρατού. Το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα την ανακήρυξε ηρωίδα, την κήδεψε με τιμές και την έθαψε στο νοσοκομείο Περ Λασέζ, παραγγέλνοντας στον μεγάλο μοντερνιστής γλύπτη Αλμπέρτο Τζιακομέτι ένα επιτύμβιο μνημείο. Ο Κάπα που προσδοκούσε να κάνει την Γκέρντα γυναίκα του ποτέ δεν συνήλθε πλήρως από το χαμό της.
Στα τέλη του Αυγούστου του 37 πήρε το πλοίο για τη Νέα Υόρκη, για να επισκεφθεί τη μητέρα του και τον αδελφό του Κορνέλ που είχαν μεταναστεύσει εκείνη τη χρονιά στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έκλεισε τότε ένα συμβόλαιο με το Life το οποίο θα δημοσιεύει συχνά φωτογραφίες του επί πολλά συνεχή έτη.
Σε μία περίφημη αποστολή του ο Κάπα αποβιβάσθηκε με το πρώτο κύμα των Αμερικανικών Δυνάμεων στις ακτές της Νορμανδίας κατά την απόβαση της 6ης Ιουνίου του 44. Εξηγώντας την εμπειρία του στην αυτοβιογραφία του ο Κάπα έγραψε «ο πολεμικός ανταποκριτής κρατάει στα χέρια του σαν στοίχημα την ίδια του τη ζωή και μπορεί να στοιχηματίσει σε αυτό ή σε εκείνο το άλογο ή και να μην ποντάρει καθόλου την τελευταία στιγμή, είμαι ριψοκίνδυνος παίκτης κι αποφάσισα να μπω στο παιχνίδι με το πρώτο κύμα απόβασης».
Στις 25 Αυγούστου του 44 μπήκε στο Παρίσι, την πόλη που τον είχε φιλοξενήσει πριν από τον πόλεμο με τη Γαλλική Μεραρχία τεθωρακισμένων που ηγείτο της απελευθέρωσης.
Για όλη την υπόλοιπη ζωή του το Παρίσι θα παραμείνει το αρχηγείο του Κάπα και βάση του σχεδιασμού των ταξιδιών σε όλο τον κόσμο.
Στο Παρίσι τον Ιούνιο του 45 γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν ο Κάπα με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Ο Κορνέλ Κάπα θυμάται τον αδερφό του στην κουζίνα της μητέρας του στη Νέα Υόρκη να λέει ότι είχε ένα μεγάλο μυστικό, τους έβαλε να υποσχεθούν ότι θα ράψουν το στόμα τους και δεν θα το πουν πουθενά και μετά τους ανακοίνωσε τον ερωτικό του δεσμό με την ηθοποιό.
Την εποχή του έρωτά του με την Μπέργκμαν πέρασε μερικούς μήνες στο Hollywood. Η Μπέργκμαν αποκάλυψε αργότερα στην αυτοβιογραφία της ότι ήθελε να παντρευτεί τον Κάπα αλλά ο θάνατος της Γκέρντα Τάρο του είχε αφήσει την αίσθηση ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να παντρευτεί καμία ούτε καν την Ίνγκριντ Μπεργκμαν, πίστευε επίσης ότι αν παντρευόταν θα ένιωθε δεσμευμένος μην μπορώντας πια να αναλαμβάνει επικίνδυνες αποστολές.
Το 1947 ο Κάπα και οι φίλοι του Ανρί Καρτιέ – Μπρεσόν, Ντέιβιντ Σέιμουρ – «Τσίμ», Τζώρτζ Ρότζερ, και Ουίλιαμ Βαντίβερ ίδρυσαν το Magnum, ένα συνεταιριστικό φωτογραφικό πρακτορείο. Το εγχείρημα βασίστηκε σε μία ιδέα που τριγυρνούσε δέκα χρόνια στο μυαλό του Κάπα. Για πολλά χρόνια διεύθυνε το Magnum και ενθουσιαζόταν περισσότερο από όλα με τους νέους φωτογράφους που καλούσε για συνεργασία στο πρακτορείο του και τους θεωρούσε σαν μέλη μιας ευρύτερης δικής του οικογένειας και έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να τους βοηθήσει προσωπικά και επαγγελματικά.
Στο Παρίσι απολάμβανε μία λαμπρή ζωή, με απογεύματα στον Ιππόδρομο βραδιές σε nightclub με όμορφες γυναίκες και ξενύχτια με πόκερ.
Ανάμεσα στους στενούς φίλους του συμπεριλαμβάνονταν ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον, ο χορευτής και χορογράφος και κινηματογραφικός Αστέρας Τζην Κέλλυ και άλλοι.
Το 1947 πέρασε σχεδόν ένα μήνα ταξιδεύοντας στη Σοβιετική Ένωση με τον Τζον Στάινμπεκ. Το 1953 εξαιτίας ψεύτικων υποψιών ότι ο Κάπα έχει υπάρξει κομμουνιστής η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν ανανέωσε το διαβατήριο του (αφού εντωμεταξύ είχε πάρει την Αμερικανική υπηκοότητα).
Το Μάιο του 54 Ταξίδεψε στην Μπανγκόκ και αφού πέρασε μερικές μέρες στο Ανόι ο Κάπα και ο ανταποκριτής του Time πήγαν αεροπορικώς στο Ναμντίν όπου σκοτώθηκε στις 25 Μαΐου το 1954 πατώντας μια νάρκη.
Θάφτηκε τελικά στο νεκροταφείο των Κουακέρων κοντά στο Γιορκτάουν της Νέας Υόρκης.
Δυο πολύ ωραία σύντομα βίντεο με σπικάζ στα Ελληνικά (δείτε τα οπωσδήποτε)
100 χρόνια από την γέννηση του Ρόμπερτ Κάπα – Μεγάλη έκθεση στη Βουδαπέστη – le mag (3:41)
https://www.youtube.com/watch?v=zskN5l7QbkA
Ουγγαρία: Έκθεση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ρόμπερτ Κάπα (1:19)
https://www.youtube.com/watch?v=d8fvob0q5zM&feature=emb_logo