«Η Φωτογράφος Francesca Woodman – Έφη Τσακάλη»
Η Francesca Woodman γεννήθηκε στο Denver του Colorado (USA) στις 3 Απριλίου του 1958 και απεβίωσε στις 19 Ιανουαρίου 1981. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που ήταν γεμάτο από καλλιτέχνες, ζωγράφους, σκηνοθέτες, συγγραφείς, κριτικούς τέχνης, οι οποίοι ήταν φίλοι και συνεργάτες των γονιών της. Ο πατέρας της, George Woodman, ήταν ζωγράφος και καθηγητής κριτικής της τέχνης στο πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Η μητέρα της, Betty – Abrahams Woodman, ήταν κεραμίστρια και γλύπτρια. Το σπίτι των Woodman ήταν τόπος κοινωνικής συνεύρεσης για την καλλιτεχνική κοινότητα της περιοχής. Στην οικογένεια Woodman η τέχνη ήταν κομμάτι της καθημερινής ζωής. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ήταν κατά κάποιο τρόπο προκαθορισμένο ότι η Woodman θα στρέφονταν προς την τέχνη επίσης.
Το 1965, η οικογένεια Woodman μετακόμισε για ένα χρόνο στην Ιταλία. Το 1968, η οικογένεια αποκτά ένα παλιό αγρόκτημα σε μια περιοχή κοντά στη Φλωρεντία και έκτοτε περνούν τα καλοκαίρια τους εκεί. Οι γονείς της Francesca αγαπούν την Αναγέννηση και έχουν πάθος για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όταν βρισκόταν στη Φλωρεντία διακοπές με τους γονείς της η Woodman εντυπωσιάζεται από το μουσείο φυσικής ιστορίας και γίνεται φίλοι με τους φρουρούς ώστε να της επιτρέπουν να τραβάει φωτογραφίες κατά τις ώρες που δεν ήταν διαθέσιμο στο κοινό.
Το 1972, σε ηλικία 13 χρονών, ξεκινά να φοιτά στο γυμνάσιο Abbott Academy ένα ιδιωτικό οικοτροφείο της Μασαχουσέτης. Τότε ξεκινά και η ενασχόλησή της με τη φωτογραφία. Η πρώτη της μηχανή, μια διοπτική Yashica 6X6, φωτογραφική μηχανή του πατέρα της και η πρώτη απόπειρα είναι αυτοπορτραίτο. Τη μηχανή αυτή δεν την αποχωρίστηκε στη διάρκεια της σύντομης καριέρας της.
Ο George Woodman αναφέρει σχετικά: «Εγώ και η μητέρα της ήμασταν καλλιτέχνες, οι φίλοι μας ήταν επίσης καλλιτέχνες. Η Τέχνη ήταν πολύ σοβαρή δουλειά για μάς. Έτσι ήταν πολύ φυσιολογικό για τη Francesca να ασχοληθεί με τη τέχνη, αν και δεν προσπάθησε να κάνει ότι κάναμε εμείς. Έστρεψε τη προσοχή της από την αρχή στη φωτογραφία, ένα μέσο με το οποίο εμείς δεν είχαμε ασχοληθεί ποτέ. Κόλλησε από μόνη της, αλλά είχε 50 εκατομμύρια ιδέες!».
Τα χρόνια που η Woodman φοιτούσε στο γυμνάσιο Abbott απέκτησε τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις για λήψη και επεξεργασία της φωτογραφίας. Ουσιαστικά η διαδρομή της στον κόσμο της φωτογραφίας ξεκινάει τότε. Στην πρώιμη αυτή περίοδο βλέπουμε μέσα από τις φωτογραφίες της ιδέες που θα εμφανιστούν και αργότερα στο έργο της, όπως η σειρά φωτογραφιών στο νεκροταφείο του Boulder, όπως αυτή:
Στην φωτογραφία (τραβηγμένη το 1972)βλέπουμε τη φωτογράφο να σέρνεται γυμνή μέσα από το άνοιγμα μιας επιτύμβιας στήλης. Το σώμα της κινείται όσο το κλείστρο της μηχανής μένει ανοιχτό. Το είδωλό της θολό, άυλο.
Εδώ συναντάμε ένα χαρακτηριστικό δείγμα της τεχνικής της Woodman το οποίο θα αποτελέσει τρόπον τινά ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία της φωτογραφικής ποιότητάς της. Αργές ταχύτητες κλείστρου. Έτσι το σώμα, είδωλο, η φιγούρα που αιχμαλωτίζεται από το φακό στο φιλμ, η κίνηση του σώματος αποτυπώνεται σαν ένα ασαφώς ορισμένο περίγραμμα, ένα ολόγραμμα, μια αινιγματική αιθέρια φιγούρα.
Το 1975, η Woodman είναι 17 χρονών και ξεκινάει τις σπουδές της στο Rhode island School of Design. Μένει σε ένα στούντιο βιομηχανικής αισθητικής και αφοσιώνεται εξολοκλήρου στη φωτογραφία. Και στο γυμνάσιο αλλά και στο πανεπιστήμιο είχε υποστήριξη από συγκεκριμένους δασκάλους όπως αναφέρεται που όχι μόνο τη δίδαξαν αλλά και την επηρέασαν. Φέρεται ότι είχε πει η ίδια χαρακτηριστικά αργότερα «αισθάνομαι ότι ρέω σε πλάσμα. Χρειάζομαι ένα δάσκαλο ή έναν εραστή. Χρειάζομαι κάποιον να πάρει το ρίσκο να είναι δίπλα μου. Είμαι τόσο ματαιόδοξη και μαζοχίστρια. Πως γίνεται αυτά να συνυπάρχουν?»
Δύο χρόνια αργότερα μετακομίζει στην Ιταλία, στο παράρτημα του πανεπιστημίου εκεί και φοιτά για έναν ακόμη χρόνο. Η Woodman μιλούσε άπταιστα Ιταλικά (λόγω των καλοκαιρινών διακοπών με την οικογένειά της εκεί). Στη Ρώμη ήρθε σε επαφή με τον εκεί κύκλο των σουρεαλιστών καλλιτεχνών. Σύχναζε σε ένα βιβλιοπωλείο-γκαλερί και φυσικά ο κύκλος της ήταν για άλλη μια φορά διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το βιβλιοπωλείο (Maldoror) αυτό φιλοξένησε και την πρώτη της μικρή έκθεση. Το 1978 επιστρέφει στην Αμερική για να ολοκληρώσει τις σπουδές της.
Το έργο που παρήγαγε η Woodman στην Ιταλία αποτελεί σημαντικό κομμάτι της καριέρας της.
Οι φωτογραφίες της στην Ιταλία είναι ποιητικές και προκλητικές.
Επηρεάζεται από το κίνημα του σουρεαλισμού, θαυμάζει το Man Ray, την Claude Cahun, τη Meret Oppenheim, τον Duane Michaels και η επιρροή των έργων τους στη δική της φωτογραφία είναι εμφανής. Δημιουργεί στις φωτογραφίες της περιβάλλοντα, ατμόσφαιρα μη αληθοφανή, που η πραγματικότητα με το όνειρο/φαντασία βρίσκονται σε συνεχή διάλογο ή καλύτερα να λέγαμε αμφισβήτηση. Χρησιμοποιεί περίεργα αντικείμενα όπως όστρακα, χέλια, καθρέφτες, γάντια, πουλιά κλπ (συμβολικά στοιχεία των σουρεαλιστών). Συνήθιζε να συνδυάζει όπως θα δούμε οικεία αντικείμενα σε ανοίκεια περιβάλλοντα με αποτέλεσμα να δημιουργεί ενδεχομένως στο θεατή συναισθήματα αλλόκοτα. Είχε μια εξαιρετική ικανότητα να μετατρέπει περιβάλλοντα περιορισμένα και άδεια, σε χώρους φαντασίας και πειραματισμού.
Έλεγε ότι επιθυμούσε οι λέξεις να έχουν την ίδια σχέση με τις εικόνες της (οι φωτογραφίες και το κείμενο που τη συνόδευαν) όπως αυτά τα στοιχεία χρησιμοποιούνταν από τον Αντρε Μπρετόν (λάτρευε το βιβλίο του Nadja)
Μη ξεχνάμε ότι η Woodman ήταν φαν της γκόθικ-γκροτέσκας λογοτεχνίας. Η γκόθικ λογοτεχνία είναι ένας είδος λογοτεχνίας γεμάτη με νεκρικά σύμβολά, ταφικά μνημεία, φαντάσματα, αγγέλους, στοιχειωμένα κτήρια, καθρέφτες, ονειροβάτηση ανάμεσα σε μια καινούρια πραγματικότητα με το μεταφυσικό στοιχείο να κυριαρχεί. Σε πολλές από αυτές τις ιστορίες οι θηλυκές πρωταγωνίστριες φυλακίζονται λόγω κάποιων εμμονών τους και παραμένουν φυλακισμένες μέχρι τον, συχνά βίαιο, θάνατό τους. Εδώ είναι που η ζωή και ο θάνατος συναντιούνται και η διασταύρωση αυτή γίνεται καθοριστικό στοιχείο της ύπαρξης. Φαίνεται πως η Woodman ήθελε να αποδώσει αυτή την αδιάκοπη μάχη ανάμεσα στη ζωή που πορεύεται με το θάνατο χέρι χέρι.
Όπως αναφέρει ένας κριτικός τέχνης στη δουλειά της βρίσκουμε «το μακάβριο χιούμορ του Πόε και την περί θανάτου κραταιά ατμόσφαιρα που επίσης βρίσκουμε στα ποιήματα της Εμιλι Ντικινσον»
Όπως θα δούμε η Woodman διαλέγει για τις φωτογραφίες της εγκαταλελειμμένα και παρακμιακά κτήρια, με τοίχους ξεφτισμένους, σκισμένες ταπετσαρίες. Χρησιμοποιεί ξεθωριασμένους καθρέφτες, μεταλλικά κρεβάτια, πολυθρόνες με βελούδινα υφάσματα, βιντατζ αισθητικής ρούχα. Κυρίως φωτογράφιζε τον εαυτό της. Γυμνή ή ημίγυμνη, συχνά μισοκρυμμένη πίσω από αντικείμενα και έπιπλα, και άλλοτε μια εικόνα θολή, σαν αερικό, σα φάντασμα. Θα δούμε εικόνες όπου πειραματίζεται με καθρέφτες και πιέζει το σώμα της ώστε στη φωτογραφία εν τέλει να έρχονται τα φυσικά χαρακτηριστικά της αλλοιωμένα, γκροτέσκα, με υπερβολή. Εικόνες που το γυμνό της σώμα ζωντανεύει εκπληκτικά ένα ερειπωμένο κτήριο.
Ήξερε να χρησιμοποιεί το φως στις φωτογραφίες της όπως και την κίνηση του σώματος που αποτύπωνε. Αργές ταχύτητες κλείστρου και διπλοεκθέσεις έρχονται να προστεθούν στα τεχνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς της. Οι φωτογραφίες της είναι σπουδή στη φόρμα, στην υφή και στο φως. Και κάπως έτσι κατάφερνε να αποδίδει μυστηριακή και σκοτεινή ατμόσφαιρα στις φωτογραφίεσς της, κάπως έτσι κατάφερνε να φέρνει σουρεαλιστικές αποτυπώσεις του εαυτού της.
«Είμαι εγώ στη φωτογραφία; Εισέρχομαι η εξέρχομαι από το κάδρο; Θα μπορούσα να είμαι φάντασμα, ζώο ή ένα νεκρό σώμα, και όχι απλά το κορίτσι που στέκεται στη γωνία;»
Φαίνεται να ρωτήθηκε κάποτε ποιος ήταν ο λόγος που χρησιμοποιούσε μανιωδώς τον εαυτό της σα μοντέλο. «Είναι θέμα ευκολίας, εγώ είμαι πάντα διαθέσιμη. Άλλωστε είναι πολύ πιο εύκολο να πείτε στον εαυτό σας τι να κάνει ή να χαμογελάσει ή να κοιτάξει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από το να το πείτε σε κάποιον άλλο.»
Έχει γραφτεί πως η Woodman απεχθανόταν τον όρο αυτοπορτραίτο. Έπαιρνε τη δουλειά της πολύ σοβαρά αλλά και με μια διάθεση παιχνιδιού. Ο κριτικός τέχνης Will Brand έχει γράψει πως ήταν ισχυρογνώμων, απορροφημένη από τον εαυτό της και ιδιαιτέρως αφοσιωμένη στη φωτογραφία, και η ίδια θεωρούσε πως η επιλογή της να εμφανίζεται γυμνή στα κάδρα της αποτελούσε έκφραση της εξωστρέφειάς της.
Η συμφοιτήτριά της τότε, συγγραφέας και δημοσιογράφος αργότερα Betsy Borne έχει δηλώσει «Ήταν εκκεντρική. Τον πρώτο καιρό δεν ήθελα καθόλου να κάνουμε παρέα, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, καθώς μοιραζόμασταν τον ίδιο κοιτώνα και έτσι δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτήν. Φαινόταν σαν να έχει γεννηθεί σε λάθος αιώνα – δεν παρακολούθησε ποτέ της τηλεόραση, δεν έδειχνε κανένα σοβαρό ενδιαφέρον για τη μουσική και ήταν εντελώς έξω από την ποπ κουλτούρα. Αλλά αν ήθελε κάτι έκανε τα πάντα για να τα καταφέρει. Ζούσε έντονα και αφιερωνόταν στους στόχους της. Ήταν το είδος του ανθρώπου που ή τον αγαπάς ή τον μισείς. Δε διάλεξε να είναι καλλιτέχνης. Απλά ήταν».
Όπως αναφέραμε νωρίτερα, το 1978 επιστρέφει στην Αμερική για να συνεχίσει τις σπουδές της. Το 1979, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Ζει σε διάφορα μέρη πρόσκαιρα, μέχρι που εγκαθίσταται σε μια κοινοβιακή καλλιτεχνική κοινότητα με σκοπό να εργαστεί σα φωτογράφος μόδας. Δουλεύει σα part-time βοηθός φωτογράφου. Θαυμάζει τη φωτογράφο Deborah Turbeville, η οποία συνήθιζε να φωτογραφίζει μοντέλα σε ημι-ερειπωμένους χώρους και ακολουθεί τη συνήθη τακτική της. Αυτοφωτογραφίζεται ως μοντέλο αυτή τη φορά. Προκλητικά εσώρουχα, δαντέλες, vintage ρούχα, πέρλες, γούνες εσάρπες είναι μερικά από τα στοιχεία που θα βρούμε στη δουλειά αυτή. Οι καθρέφτες εξακολουθούν και εδώ να παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως το παιχνίδι με το φως, και άλλα props.
Και στη φωτογραφία μόδας, η Woodman διατηρεί το ονειρικό της ύφος με τη διαφορά ότι σε αυτή τη σειρά δε βλέπουμε πια τόσο συχνά κουνημένα είδωλα.
Όμως σε αντίθεση με ότι θα είχαμε συνηθίσει σήμερα σα φωτογραφία μόδας, η Woodman καλεί το θεατή/καταναλωτή να καταναλώσει μέσα από τις φωτογραφίες της μια σύνθετη ιστορία παρά ένα προϊόν. Στις φωτογραφίες της υπάρχει μια δύναμη που αντιτίθεται στον γυαλιστερό κόσμο της μόδας όπως υφίσταται στον καπιταλισμό. Στις φωτογραφίες της δε πουλιέται σεξουαλικότητα με τον εμπορικό τρόπο.
Βλέπουμε τις φιγούρες στις εικόνες συχνά να βρίσκονται σε γωνίες. Και κοιτάνε πάντα σχεδόν κάπου αλλού. Ο θεατής προκαλείται και προσκαλείται να ακολουθήσει τη φωτογραφία έξω από το κάδρο για να δει τι συμβαίνει στο χώρο και στο χρόνο που η κάμερα δε κατέγραψε. Το σώμα σκαρφαλώνει τοίχους, βρίσκεται σε γωνίες του κάδρου, βρίσκεται στη σκιά η στο φως. Το σώμα είναι εύθραυστο. Και όλο αυτό καταλήγει να είναι σχεδόν στοιχειωτικό για το θεατή.
Στις έγχρωμες φωτογραφίες της βλέπουμε απαλό ροζ και πράσινο, και τα ρούχα της woodman χρωματικά ταιριάζουν με τον τοίχο. Στη φωτογραφία που θα δούμε η Woodman φαίνεται εξαιρετικά θηλυκή. Η πόζα της αναδεικνύει τις καμπύλες της, φοράει ψηλοτάκουνα. Φωτογραφίζει τον εαυτό της μέσα από ένα καθρέφτη και ο θεατής βλέπει και τα δύο. Το μάτι του θεατή αιχμαλωτίζεται από τον καθρέφτη, την πόρτα, το είδωλό της, κα το προϊόν-το φόρεμα ενσωματώνεται στο περιεχόμενο της εικόνας.
Προσπαθεί πεισματικά να προωθήσει τη δουλειά της αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αποτυχία της τότε ερωτικής της σχέσης έχουν σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στη Woodman. Το φθινόπωρο του 1980 ήρθε η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Επέζησε, έλαβε ψυχιατρική θεραπεία και μετακόμισε στους γονείς της που ζούσαν εκείνο τον καιρό στο Manhattan. Στην αρχή η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται. Η Woodman συνέχισε να εργάζεται ακατάπαυστα. Το 1980 βραβεύεται με υποτροφία και αφοσιώνεται ακόμα περισσότερο στη δουλειά. Στις αρχές του 1981 εκδίδει ένα μικρό βιβλίο με τις φωτογραφίες της. Το βιβλίο αυτό ήταν η τυπογραφική αναπαραγωγή ενός χειροποίητου βιβλίου που είχε φτιάξει μόνη της στη ρώμη. Χρησιμοποίησε ένα παλιό ιταλικό εγχειρίδιο γεωμετρίας. 16φωτογραφίες της στις κιτρινισμένες σελίδες του βιβλίου και χειρόγραφες σημειώσεις. Ο τίτλος της συλλογής ήταν «Κάποιες διαταραγμένες εσωτερικές γεωμετρίες». Ήταν το μόνο βιβλίο που είδε τυπωμένο.
Η ανθρώπινη πραγματικότητα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο τα μαθηματικά.
Στη φωτογραφία αυτή η Woodman φαίνεται γυμνή από τη μέση και κάτω με ρούχα πεταμένα γύρω της. Γράφει κάτω από τη φωτογραφία. «Τα πράγματα αυτά έφτασαν σε μένα από τη γιαγιά μου.. με κάνουν να σκέφτομαι.. πως ταιριάζω εγώ στη περίεργη γεωμετρία του χρόνου.»
Λίγες μέρες μετά την έκδοση του βιβλίου, στην ηλικία των 22, η Woodman αυτοκτόνησε πηδώντας από ένα κτήριο στη Νέα Υόρκη. Από τα 500 αντίτυπα του βιβλίου της που εκτυπώθηκαν τα περισσότερα μοιράστηκαν από την οικογένεια της σε όσους τους συμπαραστάθηκαν τη μέρα της κηδεία της, σε ανάμνηση της ζωής και του έργου της.
Ο πατέρας της ανέφερε ότι η αυτοκτονία της σχετίζεται με μια αποτυχημένη αίτηση σε ίδρυμα τέχνης (αναφέρεται ότι ο ανταγωνιστικός κόσμος της τέχνης την τρόμαζε). Η μητέρα της μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Francesca και τα καταθλιπτικά της επεισόδια. Ο Alex Riding, θα γράψει κάποια στιγμή πώς η Woodman εξερευνούσε δύσκολα και πολύπλοκα θέματα και πίεζε τον εαυτό της να γνωρίσει τα όρια του. Περιγράφει τον τρόπο που λειτουργούσε σα τη πεταλούδα που πετάει κοντά στη φλόγα ενός κεριού.
Μέχρι και τη στιγμή του θανάτου της, ελάχιστοι γνώριζαν τον τεράστιο όγκο της δουλειάς που είχε δημιουργήσει στα 8 χρόνια δραστηριοποίησής της.
Άφησε τουλάχιστον 10.000 αρνητικά. Από αυτά έχουν τυπωθεί γύρω στις 800 φωτογραφίες απ’ τις οποίες γύρω στις 250 έχουν εκτεθεί η δημοσιευτεί. Η Woodman χρησιμοποίησε διαφόρων ειδών κάμερες στην καριέρα της, όμως οι περισσότερες φωτογραφίες της τραβήχτηκαν με μηχανές μεσαίου φορμά (τετράγωνα κάδρα 6χ6). Ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς της επίσης έχει τυπωθεί σε 20×25 μέγεθος η και μικρότερο, ώστε να δημιουργεί στο θεατή την αίσθηση της εγγύτητας με την καλλιτέχνιδα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν συναίσθηση του πως θέλουν να παρουσιάζουν τον εαυτό τους στους άλλους ανθρώπους. Η Woodman δεν αποτελεί εξαίρεση. Δημιουργούσε μια φανταστική πραγματικότητα, έπαιζε με ψευδαισθήσεις στο κάδρο της, αλλά ήξερε τι διάλεγε να βάλει μέσα σε αυτό. Οι φωτογραφίες της δεν εκπορευόταν από το τυχαίο ή απλά από τις ψυχικές της δυσκολίες. Η επιλογή της στους χώρους φωτογράφισης, τα ρούχα, το φως, το σώμα της, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε ήταν συνειδητά διαλεγμένα. Είχε καταλάβει από νεαρή ηλικία πως θα κάνει μια φωτογραφία να μιλήσει μόνη της. «Εφηύρα μια γλώσσα για να μπορούν οι άνθρωποι να δουν..». Χρησιμοποιεί το γυμνό της σώμα ακόμα και σαν κομμάτι του background ή των εσωτερικών χώρων. Αφομοιώνεται με αυτό, γίνεται ένα, ενσωματώνεται όπως είπαμε προηγουμένως με το περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η φωτογραφία που ποζάρει με τα χέρια στην ανάταση έχοντας φορέσει στα μπράτσα της φλοιούς δέντρου.
Έφη Τσακάλη
Την Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023, στην Ομάδα Φωτογραφίας της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς, έγινε η παρουσίαση του έργου της Francesca Woodman, μιας σημαντικής φωτογράφου. Η παρουσίαση έγινε από την Έφη Τσακάλη (https://www.facebook.com/profile.php?id=100012035117661)
Δείτε και κατεβάστε το βίντεο της παρουσίασης πατώντας εδώ
Δαμιανός Μωραΐτης